- ἐγκηδεύω
- V 0-0-0-0-1=1 4 Mc 17,9to bury (in); neol.?
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
εγκηδεύω — ἐγκηδεύω (Α) κηδεύω, θάβω σ έναν τόπο … Dictionary of Greek
προεγκηδεύω — Α κηδεύω, θάβω νωρίτερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἐγκηδεύω «θάβω, κηδεύω»] … Dictionary of Greek
συνεγκηδεύω — Α κηδεύω κάποιον μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐγκηδεύω «θάβω, κηδεύω»] … Dictionary of Greek